αεξίβιος — ἀεξίβιος, ον (Α) αυτός που αυξάνει κατά τη διάρκεια τής ζωής κάποιου («ἀεξίβιον πένθος», Επιγρ. Ελλ. 14, 2123). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι * + βίος] … Dictionary of Greek
αεξίγυιος — ἀεξίγυιος, ον (Α) αυτός που δυναμώνει τα γυία, τα μέλη τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι * + γυῑον] … Dictionary of Greek
αεξίκακος — ἀεξίκακος, ον (Α) αυτός που αυξάνει, που μεγαλώνει το κακό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι * + κακός] … Dictionary of Greek
αεξίκερως — ἀεξίκερως ( ω), ων (Α) (για τον κριό) μεγαλοκέρατος αρχ. σημ. τής λ. «που συντελεί στην ανάπτυξη τών κεράτων». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι * + κέρως < κέρας] … Dictionary of Greek
αεξίνους — ἀεξίνους, ουν και ασυναίρ. οος, οον (Α) αυτός που ενισχύει, που δυναμώνει τον νου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι * + νοῦς] … Dictionary of Greek
αεξίτοκος — ἀεξίτοκος, ον (Α) αυτός που αυξάνει, που τρέφει το έμβρυο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι * + τόκος < τίκτω] … Dictionary of Greek
αεξίτροφος — ἀεξίτροφος, ον (Α) αυτός που ευνοεί την αύξηση, την ανάπτυξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι * + τροφός < τρέφω] … Dictionary of Greek
αεξίφυλλος — ἀεξίφυλλος, ον (Α) αυτός που αυξάνει τα φύλλα, που έχει πλούσιο φύλλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι * + φύλλον] … Dictionary of Greek
αεξίφυτος — ἀεξίφυτος, ον (Μ) αυτός που τρέφει και αυξάνει τα φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι * + φυτόν] … Dictionary of Greek