αεξι-

αεξι-
ἀεξι- (Α)
[ἀέξω]
α' συνθ. ποιητικών κυρίως λέξεων τής Αρχαίας, όπως ἀεξίβιος, ἀεξίγυιος ἀεξίκακος, ἀεξίκερως, ἀεξίνους, ἀεξίτοκος, ἀεξίτροφος, ἀεξίφυλλος, ἀεξίφυτος κ.λπ., στις οποίες προσδίδει την έννοια αυξήσεως, ενισχύσεως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αεξίβιος — ἀεξίβιος, ον (Α) αυτός που αυξάνει κατά τη διάρκεια τής ζωής κάποιου («ἀεξίβιον πένθος», Επιγρ. Ελλ. 14, 2123). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι * + βίος] …   Dictionary of Greek

  • αεξίγυιος — ἀεξίγυιος, ον (Α) αυτός που δυναμώνει τα γυία, τα μέλη τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι * + γυῑον] …   Dictionary of Greek

  • αεξίκακος — ἀεξίκακος, ον (Α) αυτός που αυξάνει, που μεγαλώνει το κακό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι * + κακός] …   Dictionary of Greek

  • αεξίκερως — ἀεξίκερως ( ω), ων (Α) (για τον κριό) μεγαλοκέρατος αρχ. σημ. τής λ. «που συντελεί στην ανάπτυξη τών κεράτων». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι * + κέρως < κέρας] …   Dictionary of Greek

  • αεξίνους — ἀεξίνους, ουν και ασυναίρ. οος, οον (Α) αυτός που ενισχύει, που δυναμώνει τον νου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι * + νοῦς] …   Dictionary of Greek

  • αεξίτοκος — ἀεξίτοκος, ον (Α) αυτός που αυξάνει, που τρέφει το έμβρυο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι * + τόκος < τίκτω] …   Dictionary of Greek

  • αεξίτροφος — ἀεξίτροφος, ον (Α) αυτός που ευνοεί την αύξηση, την ανάπτυξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι * + τροφός < τρέφω] …   Dictionary of Greek

  • αεξίφυλλος — ἀεξίφυλλος, ον (Α) αυτός που αυξάνει τα φύλλα, που έχει πλούσιο φύλλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι * + φύλλον] …   Dictionary of Greek

  • αεξίφυτος — ἀεξίφυτος, ον (Μ) αυτός που τρέφει και αυξάνει τα φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι * + φυτόν] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”